τόπακας

τόπακας
ο, Ν
1. αυτός που μένει συνεχώς στον ίδιο τόπο
2. (λαογρ.) το στοιχειό τού σπιτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + κατάλ. -ακας (πρβλ. μεθύστ-ακας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”